- γογγώ
- (-άω) [γογγύζω]βογγώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βογγητό — και βογγητιό, το 1. άναρθρη φωνή που προέρχεται από σωματικό ή ψυχικό πόνο, βαριαναστέναγμα, μούγγρισμα 2. υπόκωφη βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βογγητό < (ρ.) βογγώ ή < γογγητό, ουδ. του επιθ. γογγητός < γογγώ < γογγύζω, ο δε τ. βογγητιό <… … Dictionary of Greek
βογγώ — ( άω) 1. βγάζω υπόκωφη ανάσα λόγω σωματικού ή ψυχικού πόνου, αναστενάζω, μουγγρίζω 2. αντηχώ υπόκωφα, βουίζω 3. παραπονούμαι, διαμαρτύρομαι 4. στενάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βογγώ < μσν. γογγώ < (αόρ. του μτγν.) γογγύζω] … Dictionary of Greek